- σύνοιδα
- και αττ. τ. ξύνοιδα Α [οἶδα]1. έχω συνείδηση, επίγνωση κάποιου πράγματος («τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις;», Σοφ.)2. έχω συνείδηση, γνωρίζω ενδόμυχα κάτι (α. «ξύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλά δείν'», Αριστοφ.β. «ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων», Ισοκρ.)3. θεωρώ κάτι ως πρέπον, ως σωστό4. (το αρσ. μτχ. ως ουσ.) ὁ συνειδώςα) αυτὸς που έχει συνείδηση, επίγνωση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης («ὁ ξυνειδὼς καὶ μὴ φράζων», Πλάτ.)β) συνένοχος, συνεργός5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ συνειδόςα) η συνείδηση («ὑπὸ συνειδότος ἐπαρρησιάζετο ἀγαθοῡ», Παυσ.)β) η συνενοχήγ) η γνώση κάποιου πράγματος.
Dictionary of Greek. 2013.